- τσερβέλλο
- το мозг;
του τίναξε το τσερβέλλο — он ему голову разбил;
του σήκωσε το τσερβέλλο — она ему вскружила голову
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
του τίναξε το τσερβέλλο — он ему голову разбил;
του σήκωσε το τσερβέλλο — она ему вскружила голову
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.